- Ἐλευθέρι'
- Ἐλευθέρια , Ἐλευθέριοςneut nom/voc/acc plἘλευθέριε , Ἐλευθέριοςmasc voc sgἘλευθέριαι , Ἐλευθέριοςfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐλευθέρι' — ἐλευθέρια , ἐλευθέρια festival of Liberty neut nom/voc/acc pl ἐλευθέρια , ἐλευθέριος speaking neut nom/voc/acc pl ἐλευθέριε , ἐλευθέριος speaking masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επελευθεριάζω — ἐπελευθεριάζω (Α) ενεργώ αυθόρμητα («ὀφθαλμοί καὶ ἅ μὴ βουλόμεθα πολλάκις ὁρᾱν ἐπελευθεριάζοντες ὑποβιάζονται», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ελευθερι άζω (< ελευθέρι ος)] … Dictionary of Greek